ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΑΜΠΙΝΓΚ ΠΑΛΙΟΥΡΙΟΥ (1975- 1989)

Το πρώτο τετράγωνο του κάμπινγκ, κοντά στη ρεσεψιόν, λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο
Η πρώτη μου επαφή με την τουριστική Κασσάνδρα έγινε στην τρυφερότατη ηλικία των 14 μηνών, το 1972, όταν οι δικοί μου αποφάσισαν αντί για τον επίσης τουριστικό και κοσμοπολίτικο Σταθμό Αγγίστας Σερρών να κατευθυνθούν στην Καψόχωρα. Δύο χρόνια πριν μία άλλη οικογένεια αποκτούσε οικόπεδο ένα χιλιόμετρο νοτιότερα… (που να το ήξερα τότε!). Έως τότε τα μπάνια μας γίνονταν στις κοντινές Αγία Τριάδα, Περαία με τα πολύ δημοφιλή τότε καραβάκια.
Η πλατεία της Καψόχωρας τη δεκαετία του 1970. Το μόνο που μένει ίδιο είναι το καφενείο αριστερά.
Σε πρώτη φάση ο πατέρας μου πήγε στην Καψόχωρα με το λεωφορείο (σε πόσες ώρες;) για να κλείσει δωμάτιο στην ‘Κληματαριά’ και τις επόμενες μέρες εμφανιστήκαμε και εμείς. Φυσικά και δεν θυμάμαι τίποτα από την Καψόχωρα του τότε. Ευτυχώς ήδη είχαμε φωτογραφική μηχανή και οι τότε φωτογραφίες διασώθηκαν. Δυστυχώς κανείς δεν είχε την προνοητικότητα να φωτογραφίσει την άδεια από κτίσματα Καψόχωρα, τα ελάχιστα παραθεριστικά κτίρια και τα αμπέλια ανάμεσα τους. Ούτε την παραλία του τότε, τον ‘αχυρώνα’… Βέβαια ποιος ευτυχισμένος γονιός θα φωτογράφιζε κτίρια και όχι τα παιδιά του ενός και επτά ετών;
Η παραλία της Καψόχωρας με τα πρώτα καταστήματα και παραθεριστικές οικίες
Ευτυχώς έχω την ψευδαίσθηση ότι βλέπω εκείνη την εποχή, την Καψόχωρα της δεκαετίας του 1970, από επιστολικά δελτάρια που μαζεύω εδώ και χρόνια.
Το 1974, λίγο πριν την εισβολή στην Κύπρο και την επιστράτευση, οι γονείς μου επισκέφθηκαν φίλους τους στο κάμπινγκ Παλιούρι. Και εγένετο μέγα κλικ. Η Καψόχωρα ξεχάστηκε, αν και προφανώς κανείς τότε δεν ήξερε ότι μετά από 23 χρόνια θα αποκτούσαμε σπίτι εκεί που λέγαμε ότι δεν θα θέλαμε ποτέ να ζούμε χωρίς σκηνή ή τροχόσπιτο. Ούτε ότι αυτό το σπίτι θα ήταν το ένα από τα δύο που μετά το 2001 θα είχαμε την δυνατότητα να πηγαίνουμε (Σαν την Καψόχωρα δεν έχει).Το 1975 ξεκινήσαμε τις διακοπές μας λοιπόν στο κάμπινγκ.
Η πρώτη μας σκηνή, τα πρώτα μας ποδήλατα
κλπ κατασκηνωτικά γκάτζετ της εποχής (1975- 76)
Οι αναμνήσεις μου από το κάμπινγκ της δεκαετίας του 1970 είναι ελάχιστες. Περισσότερες είναι οι ιστορίες των γονιών μου για την πρώτη σκηνή που βάλαμε πίσω από την οργανωμένη έκταση του κάμπινγκ την πρώτη χρονιά, επειδή το κάμπινγκ ήταν ‘full’, για την παντελή άγνοια τους τι είναι αυτό το πράγμα και πως στήνεται. Αργότερα, τη δεκαετία του 1980 και 1990 διασκέδαζα πολύ όταν ο μεσήλιξ τότε πατέρας μου βοηθούσε φοιτητές να στήσουν τις δικές τους σκηνές, οι οποίοι φυσικά τον κοιτούσαν ως από μηχανής θεό. Η σχέση μας με τις σκηνές ήταν σχεδόν μεταφυσική, αφού πρέπει να είμαστε η μοναδική οικογένεια που – μαζί με την οικογένεια Ν.Π.- το 1987 κάναμε το ταξίδι Θεσσαλονίκη- Λισαβόνα με επιστροφή οδικώς και μένοντας φυσικά σε κάμπινγκ. Τότε σπάσαμε και το παγκόσμιο ρεκόρ στησίματος 2 σκηνών σε χρόνο κάτω από 4΄ 52 ΄΄. 
Ακολούθησε δεύτερη σκηνή που αγοράστηκε από Γερμανό κατασκηνωτή μαζί με φορητό ψυγείο και το απόλυτο κατασκηνωτικό γκάτζετ της δεκαετίας του ’70: πολύπριζο!!! Ευτυχώς το 1979 αγοράσαμε επιτέλους αυτοκίνητο και οι μετακινήσεις μας έγιναν πιο ανθρώπινες.Θυμίζω στους παλαιότερους το δρόμο από Ν. Τρίγλεια, Ελαιοχώρια κλπ, τον οποίον όταν ξαναέκανα για υπηρεσιακούς λόγους μετά το 2004 μου φάνηκε πολύ πολύ άδειος. Είχα ακόμα την εικόνα των ατελείωτων αυτοκινήτων και του πατέρα μου που οδηγούσε με παροιμιώδη ψυχραιμία. Θυμάμαι τα πολύ πρωϊνά μας εγερτήρια για να γλιτώσουμε την κίνηση, μία καλή συνήθεια που ακόμα εφαρμόζω. 
Η δεύτερη (πολυτελής...) σκηνή μας (1979;)
Φυσικά, ως φανατικοί κατασκηνωτές δεν μείναμε για πολύ με τη σκηνή. Ακολούθησε το τροχόσπιτο, αξίας 90.000 δρχ, τεσσάρων μέτρων της εταιρείας ‘Σιαμίδης’ με το οποίο δεθήκαμε ως το 1997. Ο εξοπλισμός (τέντα τροχοσπίτου, κ.λπ.) ερχόταν εκ Γερμανίας από φίλο Γερμανό που μας έστελνε κατάλογο με κατασκηνωτικά είδη (ουάου!!!).
Θυμάμαι τα παιχνίδια μας με τα νερά των ντουζ, την εκδρομή μας στο Κάνιστρο. Τότε το Κάνιστρο ήταν εξαιρετικά μακριά και δεν είναι τυχαίο ότι εκεί είδαμε γυμνιστές. Πολλά χρόνια αργότερα στην ίδια περιοχή χτίστηκαν τα πρώτα μπαράκια, οι πρώτες μεζονέτες και τεράστιο ξενοδοχείο.
Θυμάμαι τα "πρώτα", τα "δεύτερα", τα "τρίτα" (μπάνια)- ανάλογα με την απόσταση, τις "πρώτες", "δεύτερες", "τρίτες" (τουαλέτες), τους Αθηναίους, τα καταμαράν, τα σκάφη που πήγαιναν στη Σκόπελο, τα ψαροκάικα με το φρεσκότατο ψάρι (...αν και δεν μου αρέσει!).
Μπάρμπεκιου, κιθάρες και ξενύχτι...

Μεγαλώνοντας και αποκτώντας το πρώτο μου ποδήλατο, ένα πολύ βαρύ Italvello Cross, άρχισαν οι βόλτες μας κυρίως προς το Γλαρόκαβο, την Καψόχωρα και ακόμα πιο πέρα. Η νεανική μας περιέργεια και η παντελής ελευθερία που απολαμβάναμε μας έφερε πολλές φορές στην κοντινή (με ποδήλατο;) Καψόχωρα αλλά και στην πιο μακρινή Χανιώτη. Η διαδρομή προς την Καψόχωρα περνούσε από τη λιμνοθάλασσα του Γλαρόκαβου και στη συνέχεια, στα 2 χλμ πριν το χωριό, μπαίναμε σε πιο κατοικημένη περιοχή. Σημειώνω ότι από τα δεκάδες -ή εκατοντάδες;- σήμερα σπίτια και συγκροτήματα που υπάρχουν σήμερα τότε υπήρχαν όχι πάνω από δέκα. Ευτυχώς η ιδέα μας για γύρο της Κασσάνδρας με ποδήλατα με τη συνοδεία φίλου με μηχανάκι δεν προχώρησε. Ακόμα εκεί θα ήμασταν…


Σχεδόν κάθε απόγεμα, μπροστά στην «καντίνα», στο επίσημο γήπεδο του κάμπινγκ γινόταν ο καθιερωμένος αγώνας ποδοσφαίρου, όπου ως δεινός τερματοφύλακας διέπρεπα. Το προσωνύμιο "Γκρόμπελαρ" δεν ήταν τυχαίο, όπως το "Πλατινί" για κάποιο φίλο που έτυχε να μιμηθεί με χτύπημα φάουλ τον γνωστό Γάλλο ποδοσφαιριστή. Καθιερωμένος ήταν επίσης και ο αγώνας με τα παιδιά του Ξενία, εντός και εκτός έδρας. Μετά από πολλά χρόνια στην κλασική συζήτηση σε μία παρέα ότι «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει», άκουσα από κάποιον ότι τη δεκαετία του 1980 παραθέριζε στο Ξενία. Στην ερώτηση αν έπαιζε και μπάλα απάντησε ‘ναι’ και τελικά ανακαλύψαμε σχεδόν τριάντα χρόνια μετά ότι παίζαμε μαζί μπάλα (και μάλλον τον νικούσα).
Το λιμανάκι του κάμπινγκ και η έκταση δεξιά από την "καντίνα" (μίνι μάρκετ),
λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο
Όπως ήδη έχω γράψει και αλλού, η ερώτηση ‘πόσα μπάνια έκανες;’ ήταν ακατανόητη. Πρωί ή απόγεμα, πρωί και απόγεμα, όποτε θέλαμε, χωρίς να ασχολούμαστε με τον ήλιο ή χωρίς να γνωρίζουμε τη λέξη ‘αντιηλιακό’ στην παραλία του κάμπινγκ ή στα βράχια για βουτιές «κάναμε μπάνιο». Ενδιαφέρον έχει ότι σχεδόν κάθε καλοκαίρι με ακρίβεια ελβετικού ωρολογιού, στα μέσα Αυγούστου τα μελτέμια του Αιγαίου μετέτρεπαν την ακτή σε Χαβάη και εμάς σε δεινούς ή δειλούς σέρφερς με στρώματα, σωσίβια ή τεράστιες σαμπρέλες που έφερναν φίλοι Ολλανδοί. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναδώ κύματα στη Χαλκιδική. Πολλές φορές τα κύματα στην Καψόχωρα έφταναν μέχρι την πρώτη σειρά των σπιτιών… Η μόνη περίπτωση που χαλούσε το μπάνιο μας ήταν οι μέδουσες που εμφανίζονταν τακτικά κατά χιλιάδες. Όμως, αυτό οδηγούσε σε μαζική μετανάστευση μας στο γειτονικό κόλπο του Γλαρόκαβου (ή 'Γλαρόκαμπου'). Αργότερα, οι μέδουσες εξαλείφθηκαν ολοκληρωτικά και η φράση «έχει μέδουσες;» είναι άγνωστη στους νεότερους.  Έτσι είχαμε την δυνατότητα (και την ικανότητα!) να κολυμπάμε ως το Γλαρόκαβο ή ως 'απέναντι' στη σκάλα και να βλέπουμε τα εκεί σκάφη.
Προσπαθώ φυσικά να ξεχάσω τα ιδιαίτερα Αρχαίων και Ιστορίας με μαγιώ λίγο πριν ή λίγο μετά το μπάνιο... δεν έχει σημασία!
Η σταδιακή επέκταση των κατασκηνωτών μακριά από τη θάλασσα (1985;)
Το κάμπινγκ σταδιακά άρχισε να επεκτείνεται και μακριά από την παραλία, χωρίς καμία πρόσθετη παροχή ή εγκατάσταση. Οι πρώτες προσπάθειες για 4η εγκατάσταση τουαλέτας χάθηκαν στα γρανάζια των αρχαιολογικών ανασκαφών (1983) και έτσι φτάναμε 3.000 περίπου κατασκηνωτές να στριμωχνόμαστε σε 3 κτίρια τουαλετών. Τα παράπονα μας χάνονταν στη γραφειοκρατία του Ε.Ο.Τ., αν και αργότερα θα χτιστούν άλλα δύο συγκροτήματα, όταν πια ο κόσμος θα είναι λιγότερος. Ευτυχώς όμως έγινε ο βιολογικός καθαρισμός και
Τροχόσπιτο Adria 3 μέτρων
γλιτώσαμε από την καθημερινή ευωδιαστή επέμβαση του βυτιοφόρου, ενώ επίσης τη δεκαετία του 1980 φυτεύτηκαν νέα δέντρα στο πίσω μέρος του κάμπινγκ. Αργότερα, και αφού φύγαμε εμείς, επεκτάθηκε και το ηλεκτρικό δίκτυο ξεχνώντας τα ατελείωτα μέτρα καλωδίων που πατούσαν τα αυτοκίνητα.Γενικά πάντως ο Ε.Ο.Τ. έως και το τέλος της περιόδου που κατείχε το κάμπινγκ σε καμία φάση δεν εκμεταλλεύθηκε πάνω από τα 2/3 του κάμπινγκ. Ούτε καν με καθαρισμό των χόρτων ή των θάμνων/ πουρναριών σε όλη την έκταση, ακόμα και την περίοδο έως το 1990 και τις πινακίδες 'full' που έδειχναν ότι το κάμπινγκ ήταν όντως ασφυκτικά γεμάτο.

Η κεντρική οδός του κάμπινγκ. Αξίζει η σύγκριση της σκιάς και των
μεγάλων δέντρων με τα πρώτα χρόνια λειτουργίας.
Όσο για τις φυλές του κάμπινγκ; Ο αδελφός μου ως μεγαλύτερος έζησε την μαγική εποχή του κάμπινγκ των 82 φυλών και των 124 γλωσσών. Πάντως θυμάμαι καθαρά και εγώ ότι ως το 1989 και τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας στο κάμπινγκ υπήρχαν Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί (τον Αύγουστο), Ολλανδοί. Για πολλά χρόνια θυμάμαι ότι εξεθείαζα τον καλοκαιρινό έρωτα της Θ. η οποία παντρεύτηκε τελικά τον Ολλανδό που είχε γνωρίσει στο κάμπινγκ, ώσπου έμαθα ότι χώρισαν και μου χάλασε το παραμύθι. Θυμάμαι τους Γιουγκοσλάβους με τα Zastava και τα μικροσκοπικά τους τροχόσπιτα. Γνωρίσαμε γερμανό δήμαρχο επαρχιακής πόλης έξω από το Μόναχο που μας φιλοξένησε το 1984, γερμανό διπλωματικό που ο γιος του είναι ακόμα φίλος με τον αδελφό μου. «Καλός κόσμος» κατά το κοινώς λεγόμενο. Ωραία χρόνια…
Εγώ δεν θα έλεγα ποτέ "Μου τη σπάει το καλοκαίρι", όπως ο αγαπημένος μου Αρκάς...όσο κόσμο και να είχε η παραλία...[Υ.Γ. κόσμος για τα δεδομένα της εποχής!]

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις